φτυσιά

φτυσιά
η, Ν
φτύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ- τού αορ. έ-φτυσ-α τού φτύνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φτυσιά — η το φτύμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπτυση — η (AM ἔμπτυσις) 1. εμπτυσμός, φτύσιμο, φτυσιά εναντίον κάποιου 2. ιατρ. αιμοπτυσία …   Dictionary of Greek

  • εμπτυσμός — ο (Μ ἐμπτυσμός) φτύσιμο, φτυσιά εναντίον κάποιου («άξιος εμπτυσμού») …   Dictionary of Greek

  • ροχάλα — και ρουχάλα, η, Ν απόχρεμμα, φτυσιά σάλιου και βλέννας από τους βρόγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλα)] …   Dictionary of Greek

  • φτύμα — το, Ν φτυσιά, φτύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτύνω + κατάλ. μα (πρβλ. κρίμα: κρίνω, πλύμα: πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • φτυσιματιά — η η φτυσιά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτύμα — το, ατος το σάλιο που φτύνεται, το προϊόν του φτυσίματος, το πτύελο, το απόχρεμμα, η φτυσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτύσιμο — το 1. το να φτύνει κανείς. 2. το φτύμα (βλ. λ.), η φτυσιά, η φτυσιματιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”